Η στέβια είναι ένα φυτό που μας έρχεται από την κεντρική και νότια Αμερική. Ανακαλύφθηκε το 19ο αιώνα και πήρε το όνομά της από το βοτανολόγο Petrus Jacobus Stevus. Οι πρώτοι που εντόπισαν τη γλυκαντική της ιδιότητα ήταν η φυλή Γκουαράνι στην Παραγουάη. Το 1899 ο βοτανολόγος Moises Santiago Bertoni ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της. Πρόκειται λοιπόν, για ένα μικρό φυτό της οικογένειας των αστεροειδών και φαίνεται να είναι συγγενικό με το μαρούλι, το χαμομήλι, τη μαργαρίτα, το εστραγκόν κ.ά.

Η χώρα με την περισσότερη παραγωγή στέβιας είναι η Κίνα αλλά φαίνεται ότι οι Ιάπωνες είναι αυτοί που την καταναλώνουν περισσότερο.

Η στέβια καλλιεργείται και στη χώρα μας, σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και υπάρχει ενδεχόμενο να αντικαταστήσει τις καλλιέργειες καπνού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως δόθηκαν και επιδοτήσεις για την καλλιέργειά της, εφόσον πρόκειται για ένα προϊόν ιδιαίτερα υποσχόμενο για τις βιομηχανίες τροφίμων.

Το νέο αυτό γλυκαντικό φαίνεται να είναι πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια. Κατ’αρχάς πρόκειται για ένα φυτικό προϊόν που τα φύλλα του είναι κατά 60-80 πιο γλυκά από τη ζάχαρη και το εκχύλισμά του μέχρι και 300 φορές πιο γλυκό! Οι ουσίες που δίνουν τη γλυκύτητα αυτή λέγονται στεβιοσίδη και ρεμπαουδιοσίδη-Α. Καθώς λοιπόν, χρειάζεται ελάχιστη ποσότητα στέβιας για να έχουμε το επιθυμητό γευστικό αποτέλεσμα, η θερμιδική της αξίας θεωρείται σχεδόν μηδενική, ενώ η ζάχαρη αποδίδει 4 θερμίδες ανά γραμμάριο… Με αυτό το δεδομένο όσοι βρίσκονται σε δίαιτα ή προσέχουν το σάκχαρό τους έχουν στα χέρια του ένα πολύ καλό χαρτί.

Αυτή η σημαντική ανακάλυψη φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στις βιομηχανίες τροφίμων οι οποίες έχουν ξεκινήσει να την εντάσσουν σε αναψυκτικά light (πχ. ΕΨΑ), σε διάφορα γλυκίσματα, προϊόντα διαίτης και τρόφιμα (πχ. Ketchup). Φημολογείται ακόμη ότι μεγάλη εταιρεία αναψυκτικών έχει σκοπό να αντικαταστήσει τα γλυκαντικά που χρησιμοποιεί με στέβια.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της στέβιας είναι ότι δεν αλλοιώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, γεγονός το οποίο μας επιτρέπει να τη μαγειρέψουμε, αντικαθιστώντας τη ζάχαρη με αυτή. Το κυριότερο όμως όφελός της είναι το γεγονός ότι μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια μιας δίαιτας περιορίζοντας σημαντικά τις συνολικές θερμίδες που προσλαμβάνουμε και την ίδια στιγμή να καλύψει και την ανάγκη για γλυκό που συχνά αυτό είναι το εμπόδιο για την τήρηση ενός διατροφικού προγράμματος.

Η χρήση της στέβιας φαίνεται να είναι ασφαλής. Μάλιστα έχει οριστεί από την «Ευρωπαϊκή αρχή ασφάλειας τροφίμων» η ποσότητα των 4 mg/ κιλό σωματικού βάρους/ ημέρα. Καθησυχαστικό φαίνεται να είναι και το γεγονός πως έχει δοκιμαστεί για πολλά χρόνια στην Ιαπωνία και την Παραγουάη χωρίς να έχουν εντοπιστεί αρνητικές δράσεις.

Σύμφωνα με διάφορες μελέτες η στέβια παρουσιάζει και κάποιες επιπλέον ιδιότητες: έχει αντιβακτηριακή και αντιυπερτασική δράση, είναι πλούσια σε φλαβονοειδή, φώσφορο, σίδηρο, ασβέστιο, κάλιο, νάτριο, μαγνήσιο, σίδηρο, ψευδάργυρο και Βιταμίνες C και A, μειώνει τις φλεγμονές και παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν στην Παραγουάη για τις καούρες. Κάτι που ακόμα της δίνει ένα προβάδισμα σε σχέση με τη ζάχαρη είναι το γεγονός πως δεν προκαλεί τερηδόνα στα δόντια και μάλιστα πιθανώς να εμποδίζει και τη δημιουργία οδοντικής πλάκας.

Ειδικά μετά από τον πόλεμο που έχουν δεχτεί διάφορες άλλες γλυκαντικές ουσίες, η στέβια έρχεται να απενοχοποιήσει τη γλυκιά γεύση και να μας απαλλάξει από τις δεύτερες σκέψεις που ακολουθούσαν την κατανάλωση είτε ζάχαρης είτε τεχνητών γλυκαντικών.